Σάββατο 10 Απριλίου 2010

Μπητ γενιά









Ο όρος μπητ (beat) σημαίνει κυριολεκτικά το ρυθμό ή το κτύπημα. Ως περιγραφικός όρος της γενιάς των Μπητ εισήχθη από τον Τζακ Κέρουακ περίπου το 1948 όταν θέλησε να περιγράψει τον κοινωνικό και καλλιτεχνικό του περίγυρο στο μυθιστοριογράφο John Clellon Holmes και με αυτό τον τρόπο δήλωνε επιπλέον τις έννοιες κουρασμένος, χτυπημένος, νικημένος ή ακόμα μακάριος (beatific).

Ο όρος συνδέεται ακόμα και με το ρυθμό της τζαζ μουσικής.
Πολύ συχνά χρησιμοποιείται ενναλακτικά και ο όρος μπίτνικ ή μπήτνικ, ο οποίος όμως είναι μεταγενέστερος. Χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον Herb Caen της εφημερίδας San Francisco Chronicle το 1958 και προέρχεται πιθανότατα από το όνομα του ρωσικού δορυφόρου Sputnik.

Ο όρος αυτος πολύ σύντομα καθιερώθηκε και —χωρίς να εκφράζει αποκλειστικά την γενιά μπιτ— συνδέθηκε σε μεγάλο βαθμό με το στερεότυπο, του αριστερού, αντιεξουσιαστή ή επαναστάτη, αναρχικού και συχνά αντικοινωνικού και μη συμβατικού στοιχείου.
Όπως και πολλά ακόμα λογοτεχνικά ή καλλιτεχνικά ρεύματα, η γενιά των Μπητ είχε ως αφετηρία μια ολιγομελή ομάδα λογοτεχνών που συνδέονταν φιλικά μεταξύ τους.

Ο κεντρικός πυρήνας των μπήτνικς περιλάμβανε τον συγγραφέα Τζακ Κέρουακ, τον ποιητή Άλλεν Γκίνσμπεργκ και τον Ουίλιαμ Μπάροουζ, οι οποίοι γνωρίστηκαν στα μέσα της δεκαετίας του 1940 στην περιοχή του Μανχάταν και με επίκεντρο το πανεπιστήμιο Columbia.

Σταδιακά προστέθηκαν και άλλες μονάδες, όπως οι ποιητές Gary Snyder, Michael McClure και Gregory Corso και o συγγραφέας και εκδότης Lawrence Ferlinghetti, ειδικότερα με την μετακίνηση της ομάδας στην περιοχή του San Francisco.

Κεντρικό ρόλο στην εξάπλωση της μπητ λογοτεχνίας διαδραμάτισαν δύο σημαντικά έργα, το μυθιστόρημα Στο Δρόμο (On the road, 1951) του Κέρουακ και το ποίημα Ουρλιαχτό (Howl, 1955) του Γκίνσμπεργκ, που αποτελούν έως σήμερα τα πλέον δημοφιλή δείγματα της μπητ λογοτεχνίας. Αμέσως μετά την ολοκλήρωση του Ουρλιαχτού ο Γκίνσμπεργκ οργάνωσε μια βραδιά ανάγνωσης ποίησης, στις 7 Οκτωβρίου του 1955, στη Γκαλερί 6 στο Σαν Φρανσίσκο.

Η ανάγνωση είχε τον τίτλο "Έξι ποιητές στη Γκαλερί 6" και αποτέλεσε τον καταλύτη που συγκέντρωσε το λογοτεχνικό ύφος της ανατολικής ακτής και των ποιητών των δυτικών ακτών της Αμερικής. Ο Michael McClure, ο οποίος παρευρίσκετο στην ανάγνωση ποίησης γράφει χαρακτηριστικά:

"150 άνθρωποι στο ακροατήριο εκείνη τη νύχτα αποθέωσαν τον Άλλεν Γκίνσμπεργκ καθώς έφθανε στον επίλογο του Ουρλιαχτού. Ο καθένας ήξερε ότι ένα ανθρώπινο εμπόδιο είχε σπάσει και ότι μια ανθρώπινα φωνή και ένα σώμα είχε εκσφενδονιστεί ενάντια στο σκληρό τοίχο της Αμερικής και όλων των στρατών, ναυτικών, ακαδημιών και άλλων οργάνων."

Ο εκδότης Λώρενς Φερλινγκέττι, ο οποίος παρευρέθηκε στην εκδήλωση, έστειλε στον Άλλεν Γκίνσμπεργκ ένα τηλεγράφημα στο οποίο του δήλωνε την προσφορά του να δημοσιεύσει την ποίησή του, στον εκδοτικό του οίκο City Lights.

Το Ουρλιαχτό πολύ σύντομα απαγορεύτηκε ως άσεμνο, αλλά έπειτα από μια σειρά δικών επετράπη τελικά η δημοσίευσή του. Η δημοσιότητα που συγκέντρωσαν οι δικαστικές διαμάχες συντέλεσαν καθοριστικά στην εξάπλωση του έργου και της μπητ λογοτεχνίας γενικότερα. Ο εκδοτικός οίκος City Lights δημοσίευσε έκτοτε πολλά έργα μπητ λογοτεχνών και αποτέλεσε σε ένα βαθμό σύμβολο της μπητ λογοτεχνικής παραγωγής.

Η Μπητ γενιά θεωρείται πως δεν έδωσε απλά ένα νέο ύφος στην αμερικανική λογοτεχνία αλλά προκάλεσε μια γενικότερη εξέγερση ενάντια στις κοινωνικές συμβάσεις της συντηρητικής κοινωνίας της δεκαετίας του '50. Αξίζει να σημειωθεί πως την εποχή εκείνη κυριαρχεί στην κοινωνική ζωή η έννοια του αμερικανικού ονείρου. Η απόκτηση υλικών αγαθών έχει αναχθεί σε απόλυτο ιδανικό ενώ παράλληλα το ψυχροπολεμικό κλίμα ευνοεί την καταδίκη κάθε μη συμβατικής συμπεριφοράς.

Οι μπήτνικς έδρασαν μέσα σε αυτή την ατμόσφαιρα και αντέδρασαν μέσω της λογοτεχνίας ή της ποίησης ενάντια στον κονφορμισμό και την αλλοτρίωση της αμερικανικής κοινωνίας. Οι τρόποι ζωής που η ομάδα των μπητ συγγραφέων υιοθέτησε ήταν αντίθετοι προς τη χαρακτηριστική οικογενειακή ζωή της δεκαετίας του '50 ενώ αρκετοί από αυτούς πειραματίστηκαν με ψυχοτρόπες ουσίες, κυρίως παραισθησιογόνα, αποτυπώνοντας παράλληλα τις εμπειρίες τους στα έργα τους. Αρκετοί συγγραφείς ήρθαν σε επαφή και με τις Ανατολικές θρησκείες και ιδιαίτερα τον ζεν βουδισμό. Πολλοί ακόμα προέβαλαν στα έργα τους οικολογικά μηνύματα, όπως ο Gary Snyder ή ο Michael McClure.

Περισσότερο "συντηρητικοί" ποιητές και κριτικοί δεν αποδέχονται την θετική επίδραση που είχε το ρεύμα των μπήτνικς στη λογοτεχνία ή την κοινωνική ζωή. Ο Norman Podhoretz, εκδότης της εφημερίδας Commentary, άσκησε έντονη κριτική περιγράφοντας το κίνημα της μπητ λογοτεχνίας ως "πρωτογονισμό, εχθρικό απέναντι στον πολιτισμό" καθώς και "επανάσταση των πνευματικά καθυστερημένων". Εξίσου χαρακτηριστικά, ο ποιητής George Barker γράφει σε κωμικό ύφος για τα έργα του Kerouac:

Now Jack, dear Jack
That ain't fair wages
For laboring through
Prose that takes ages
Just to announce
That Gods and Men
Ought to study
The Book of Zen.
If you really think
So low of the soul
Why don't you write
On a toilet roll?

Ωστόσο, παραμένει γεγονός, πως το κίνημα των μπήτνικς ως φαινόμενο, άσκησε γενικά σημαντική επιροή σε ολόκληρη τη Δυτική κουλτούρα, αμφισβητώντας τις παραδοσιακές ή συμβατικές αξίες. Η Μπητ ποίηση και λογοτεχνία, αποτελεί σήμερα μέρος των προγραμμάτων σπουδών αρκετών αμερικάνικων κολλεγίων. O Γκίνσμπεργκ αποτέλεσε μέλος της Αμερικανικής Ακαδημίας Τεχνών και Γραμμάτων, ενώ το 1986 έγινε επίτιμος καθηγητής φιλολογίας στο Brooklyn College.

Πριν από το θάνατό του, ο Κέρουακ αναγνωρίστηκε επίσης για το πειραματικό ύφος της πεζογραφίας του ενώ συγκαταλέγετα από πολλούς στους μείζονες αμερικανούς συγγραφείς.

Τρίτη 6 Απριλίου 2010

Ποιήματα του Μίλτου Σαχτούρη

Ο Στρατιώτης - Ποιητής

Δεν έχω γράψει ποιήματα
μέσα σε κρότους
μέσα σε κρότους
κύλησε η ζωή μου
Τη μιαν ημέρα έτρεμα
την άλλην ανατρίχιαζα
μέσα στο φόβο
μέσα στο φόβο
πέρασε η ζωή μου
Δεν έχω γράψει ποιήματα
δεν έχω γράψει ποιήματα
μόνο σταυρούς
σε μνήματα
καρφώνω


Το Πρωί και το Βράδυ

Το πρωί
βλέπεις το θάνατο
να κοιτάζει απ' το παράθυρο
τον κήπο
το σκληρό πουλί
και την ήσυχη γάτα
πάνω στο κλαδί
έξω στο δρόμο
περνάει
τ' αυτοκίνητο-φάντασμα
ο υποθετικός σωφέρ
ο άνθρωπος με τη σκούπα
τα χρυσά δόντια
γελάει
και το βράδυ
στον κινηματογράφο
βλέπεις
ό,τι δεν είδες το πρωί
το χαρούμενο κηπουρό
το αληθινό αυτοκίνητο
τα φιλιά με το αληθινό ζευγάρι
ότι δεν αγαπάει το θάνατο
ο κινηματογράφος


Εκτοπλάσματα

Μέσα στον τάφο μου
Περπατώ ταραγμένος
τ' απάνω κάτω
τ' απάνω κάτω
ακούω τα πράγματα τριγύρω
να ουρλιάζουν
ιδέες-αυτοκίνητα
αυτοκίνητα-ιδέες
ανθρώποι περνάνε
μιλούνε, γελάνε
για μένα
λένε αλήθειες
λένε ψευτιές
για μένα, για μένα!
-Μή, τους φωνάζω
μη μιλάτε
για τις νεκρές αγάπες μου
θα ξυπνήσουν
θα σας βγάλουν τα μάτια!


Ο Νεκρός τις Γιορτές

Εδώ και πολλά χρόνια
σαν πλησιάζουν τα Χριστούγεννα
(αυτός) ο νεκρός γεννιέται μέσα μου
δε θέλει δώρα
δε θέλει χρήματα
πάγο και χρόνια
χιόνια και πάγο
σκισμένα ρούχα
αχνά παπούτσια
ο χρυσός νεκρός
θα βγει έξω
δεν τον γνωρίζει κανένας
τον αλήτη νεκρό
θα κάτσει στο πικρό καφενείο
να πιει τον καφέ του
κι ύστερα πάλι
σε λίγες μέρες
ήσυχα θα πεθάνει
(ο νεκρός)
όταν έρθει ο χρόνος
κι όλες οι ρόδες
κόκκινες όπως πρώτα
θα γυρίζουν πάλι.


Ησυχάστε

Πρωί πρωί καθώς έβγαινα από το σπίτι μου,
είδα το αγγελτήριο του θανάτου μου.
«Τον αγαπημένο μας φίλο...» έγραφε.
Ώστε λοιπόν δεν είχα συγγενείς.
Πήρα γρήγορα ένα ταξί κι ανέβηκα στην Κηφισιά.
Σ' όλο τον δρόμο υπήρχαν τεράστια πανώ που γράφαν:
«ΠΕΣΑΝ ΤΑ ΦΡΑΓΜΑΤΑ», «ΠΕΣΑΝ ΤΑ ΦΡΑΓΜΑΤΑ».
Στην Κηφισιά είχα ραντεβού με τον Διάβολο.
Καθοταν σ' ένα καφενείο και με μια μαύρη βούρτσα
βούρτσιζε τα ρούχα του.
-Εντάξει, μου είπε, είναι όλα κανονισμένα.
-Σας εξασφαλίσαμε ακόμα και νερό.
-Ησυχάστε
-Ησυχάστε
-Ησυχάστε


Το Επεισόδιο

Ξάφνου μια ομάδα μαύρων σκύλων
όρμησε πάνω στη σκηνή.
-Αυτό δεν το 'χαμε προβλέψει, ούρλιαξε
πανικόβλητος ο θεατρίνος.




Μίλτος Σαχτούρης
1919 – 2005


Σημαντικός νεοέλληνας ποιητής. Εντάσσεται στην πρώτη μεταπολεμική γενιά, που διαδέχθηκε τους νεωτερικούς ποιητές του μεσοπολέμου.

Με καταγωγή από την Ύδρα, γεννήθηκε στις 29 Ιουλίου του 1919 στην Αθήνα και ήταν δισέγγονος του ναυάρχου του '21 καπετάν Γιώργη Σαχτούρη. Το 1937 εγγράφηκε με προτροπή του πατέρα του στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, αλλά μετά το θάνατό του την εγκατέλειψε για να αφοσιωθεί ψυχή τε και σώματι στην ποίηση. Δεν άσκησε ποτέ του κανένα βιοποριστικό επάγγελμα και αυτός ήταν ένας από τους λόγους που δεν απόκτησε οικογένεια. Οι γονείς δίσταζαν να δώσουν το χέρι της κόρης τους στον γαμπρό Μιλτιάδη Σαχτούρη. «Όχι, γιατί ποιητής δεν είναι επάγγελμα» του έλεγαν και του έκλειναν την πόρτα.

Το 1943 γνωρίστηκε με τον Nίκο Eγγονόπουλο, μια συνάντηση που στάθηκε καθοριστική για τον ποιητή Σαχτούρη. Τον επόμενο χρόνο εμφανίστηκε στα ελληνικά γράμματα με ποίημά του στο περιοδικό «Τα Νέα Γράμματα». Στη συνέχεια συνεργάστηκε με τα περιοδικά «Τα Νέα Ελληνικά», «Τραμ», «Το Δέντρο», «Η Λέξη» και «Νέα Εστία».

Το έργο του καθαρά ποιητικό και έχει κυκλοφορήσει στις συλλογές: «Οι Λησμονημένοι» (1945), «Παραλογαίς» (1948), «Με το πρόσωπο στον τοίχο» (1952), «Όταν σας μιλώ» (1956), «Τα φάσματα ή η χαρά στον άλλο δρόμο» (1958), «Ο περίπατος» (1960), «Τα στίγματα» (1962), «Σφραγίδα ή όγδοη Σελήνη» (1964), «Το σκεύος» (1971), «Ποιήματα 1945-1971», «Χρωμοτραύματα» (1980), «Εκτοπλάσματα» (1986), «Καταβύθιση» (1990), «Εκτοτε» (1996) και «Ανάποδα γύρισαν τα ρολόγια» (1998).

Τιμήθηκε με τρία βραβεία: Το 1956 με το Α' Βραβείο του διαγωνισμού «Νέοι Ευρωπαίοι Ποιητές» της RAI για τη συλλογή του «Όταν σας μιλώ», το 1962 με το Β' Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη συλλογή του «Τα Στίγματα» και το 1987 με το Α' Κρατικό Βραβείο Ποίησης για το έργο του «Εκτοπλάσματα».

Ο Σαχτούρης είναι ποιητής του κλειστού χώρου, αντιηρωικός, εκφραστής και απολογητής της κατακερματισμένης και καθημαγμένης ανθρώπινης ύπαρξης. Απορρίπτει την παραδοσιακή γραφή και στρέφεται στον συμβολισμό και τον υπερρεαλισμό. Διαφοροποιείται από τους σύγχρονους ομοτέχνους του, επειδή οικοδομεί το έργο του με εφιαλτικές εικόνες και σύμβολα, που πλησιάζουν περισσότερο τον εξπρεσιονισμό.

Υπερτονίζει το παράλογο, ενώ από τον Υπερρεαλισμό από τον οποίον ξεκίνησε, κρατά τη φαντασία και την παραίσθηση, όχι όμως και τη συνειρμική εκφορά του λόγου. Είναι ποιητής του ατομικού άγχους, αλλά μέσα στο έργο του είναι διάσπαρτος ο απόηχος του άγχους μιας ολόκληρης εποχής. Κι όμως, η ποίησή του δεν είναι απαισιόδοξη. Ο δημιουργός της ομολογεί «Πάντα θα 'χουμε ανάγκη από ουρανό».

Έργα του έχουν μεταφραστεί στη γαλλική, αγγλική, ιταλική, γερμανική, πολωνική και βουλγαρική. Ποιήματά του έχουν μελοποιηθεί από τους Μάνο Χατζιδάκι, Αργύρη Κουνάδη, Γιάννη Σπανό, Κυριάκο Σφέτσα και Νίκο Ξυδάκη.

Ο Μίλτος Σαχτούρης έφυγε από τη ζωή στις 29 Μαρτίου του 2005.

Εργογραφία

Ποιήματα 1945 - 1971 («Κέδρος»)
Ποιήματα 1980 - 1998 («Κέδρος»)

Δισκογραφία

O Mίλτος Σαχτούρης διαβάζει Σαχτούρη (Διόνυσος 1977)